ακοινοποίητος — η, ο [κοινοποιώ] 1. αυτός που δεν κοινοποιήθηκε, που δεν έγινε γνωστός στους πολλούς, αμάθευτος 2. αυτός που δεν πρέπει να κοινοποιηθεί, απόρρητος, μυστικός 3. (για έγγραφα) αυτός που δεν γνωστοποιήθηκε στους υφισταμένους ή τους ενδιαφερομένους 4 … Dictionary of Greek
αδιακοίνωτος — η, ο [διακοινώνω] 1. αυτός που δεν διακοινώθηκε, ακοινοποίητος, αγνωστοποίητος 2. ανεπίδοτος … Dictionary of Greek
ακοινολόγητος — η, ο [κοινολογώ] 1. αυτός που δεν έχει κοινολογηθεί, που δεν έχει γίνει γνωστός στους πολλούς, ακοινοποίητος, αμάθευτος 2. αυτός που δεν πρέπει να κοινολογηθεί, απόρρητος, μυστικός … Dictionary of Greek
ανάγγελτος — η, ο αυτός που δεν αναγγέλθηκε, ακοινοποίητος, μυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αναγγελτός < αναγγέλλω. Η στερ. σημασία προήλθε από τη μετακίνηση τού τόνου] … Dictionary of Greek
αδιακοίνωτος — η, ο αδημοσίευτος, ακοινοποίητος: Η κυβερνητική διαμαρτυρία μένει ακόμη αδιακοίνωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)